-
1 επαναβαινω
1) всходить, подниматься(ἐπὴ τοὺς πύργους Xen.)
2) садиться на коняἐπαναβεβηκότες Her. — сидящие верхом
3) возводить, повышать4) ( о небесных светилах) восходить(τὸ ἐ. τοῦ τοῦ Ἑρμοῦ ἀστέρος Arst.)
5) ( о животных) покрывать(ὅ ἄρρην ἐπαναβαίνων ὀχεύει Arst.)
6) филос. (о познании) восходить(ἐπὴ τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst.)
τὸ ἐπαναβεβηκὸς γένος Sext. — высший род, т.е. наивысшее понятие7) идти, продвигаться в глубь страны(ἀπὸ θαλάσσης Thuc.)
См. также в других словарях:
επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… … Dictionary of Greek